Toξικές σχέσεις, αυτοκαταστροφικοί έρωτες και άλλες εξαρτήσεις

από την Ειρήνη Χειρδάρη

(το παρακάτω κείμενο είναι από μια συλλογή fiction/non fiction κειμένων της δημοσιογράφου, νεοϋρκέζικο στιλ γραφής, που μπερδεύει μυθοπλασία και πραγματικότητα στο ρεπορτάζ. Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο περιοδικό Cosmopolitan)

Όταν η Λόλη έφερε στο φοιτητικό μας διαμέρισμα το νέο της έρωτα, τα λουλούδια στο μπαλκόνι μαράθηκαν. Τα ψαράκια στην γυάλα κολύμπησαν ανάποδα. Η Κολέτ,  η μαύρη γάτα, πήρε ανάποδες κι άρχισε να κάνει σβούρες γύρω από τον εαυτό της επαναλλαμβάνοντας «χχχ…». Οι οιωνοί έδειξαν ότι μια αυτοκαταστροφική σχέση ξεκινούσε.

Εκείνος έκανε ένα καταραμένα σέξυ στριπτίζ πετώντας ένα- ένα τα ρούχα του πάνω στην Λόλη. Στο τέλος, άναψε ένα τζόιντ. «Αν είναι εύκολο, μην κάνεις ναρκωτικά στο σπίτι» του είπα. Δε μου έδωσε σημασία. Κάπνισε το τζόιντ δίνοντας μερικές γυριστές στην Λόλη- στόμα με στόμα και το τζόντ στη μέση-κι ύστερα κάθησαν στον καναπέ αγκαλιασμένοι. Τους παρατηρούσα να καπνίζουν το ένα τσιγαριλίκι πίσω από το άλλο μέχρι που έλιωσαν και χύθηκαν στο χαλί. Για να μη σκέφτομαι, άρχησα να φτιάχνω στο μυαλό μου ένα τραγούδι. Τα λόγια πήγαιναν κάπως έτσι:

«Ει, Λόλη, τι τρέχει απόψε;»

«Οου, Λόλη, εσύ τρέχεις και απόψε.

«Τρέχεις και δε φτάνεις».

Τον ξαναείδα μερικές μέρες αργότερα. Ήρθε στο σπίτι για να πάρει την Λόλη να βγουν. Κάθησε στον καναπέ ενώ εκείνη ακόμη βάφονταν. «Τι θα πάρεις;» τον ρώτησα. «Ένα πιάτο» μου είπε. «Ένα πιάτο ημέρας;» ειρωνεύτηκα.  (Τον μισούσα ήδη, ναι, τον μισούσα). «Ένα πιάτο σκέτο» μου απάντησε. Πήρα την Κολέτ την γάτα αγκαλιά γιατί ήταν έτοιμη να του επιτεθεί κι έφερα αυτό που ζήτησε απ΄την κουζίνα. Άπλωσε στο πιάτο κοκαίνη και με μια πιστωτική κάρτα έκοψε δυο γραμμές.

«Εγώ κι η Λόλη δεν πίνουμε» του είπα. «Εσύ ίσως. Η Λόλη πίνει» είπε ειρωνικά. «Έτσι δεν είναι μωρό;» φώναξε κοιτάζοντας στο υπνοδωμάτιο. Τους έβλεπα να σνιφάρουν, να κόβουν, να ξανασνιφάρουν, να ξανακόβουν, να γελάνε, να ξανακόβουν, μέχρι που έλιωσαν και χύθηκαν από τον καναπέ στις πίστες των κλαμπς. Τους ακολούθησα μέχρι εκεί, αλλά ακόμη κι όταν χόρευα, στο μυαλό μου είχα το δικό μου τραγούδι.

«Ει, Λόλη, τι τρέχει απόψε;»

«Ου, Λόλη, εσύ τρέχεις απόψε».

«Τρέχεις επικύνδυνα γρήγορα»

ΕΓΩ ΚΑΙ Η ΦΙΛΗ ΜΟΥ Η ΛΟΛΗ

Η Λόλη, η συγκάτοικός μου, ήταν ένα ήσυχο κορίτσι. Όχι ακριβώς γαλλικά-μπαλέτο-πιάνο, αλλά πάντως ήσυχο. Μέχρι εκείνο το πρωί που γύρισε στο σπίτι να μου πει για έναν τύπο που είχε γνωρίσει και είναι «τόσο μα τόσο μα τόσο διαφορετικός». Δεν την είχα δει ποτέ ξανά τόσο ερωτευμένη. Αλλά δεν την είχα δει ποτέ ξανά επίσης και τόσο μαστουρωμένη. «Μήπως πρέπει να ξεκόψεις;» την ρώτησα μετά από δυο μήνες που έβγαινε με τον ίδιο τύπο. «Δε σε αναγνωρίζω πια». «Έχει πολλά ελατώματα» μου έλεγε, «αλλά θ’ αλλάξει, θα τον ξεκολήσω απ΄όλα αυτά». Το μόνο που έγινε, τελικά, ήταν να κολήσει εκείνη στον δικό του τρόπο ζωής. Ναρκωτικά, κλαμπς και ξενύχτια. Οι απιστίες ήρθαν αργότερα.

Την πρώτη φορά που συνειδητοποίησα ότι εκείνος κοιμάται και με μια φίλη της Λόλη, ήταν Κυριακή ξημερώματα. Η Κολέτ η γάτα βρίσκονταν τεζαρισμένη στο πάτωμα γιατί κάποιος της είχε βάλει για πλάκα ναρκωτικά στην γατοτροφή. Τα χρυσόψαρα κολυμπούσαν νευρικά. Οι γλάστρες με τα λουλούδια ήταν γεμάτα γόπες. Κι εγώ περπατούσα τον μακρύ διάδρομο που ένωνε το δωμάτιό μου με το σαλόνι ουρλιάζοντας από το τηλέφωνο στον κτηνίατρο να ξυπνήσει.

Το σαλόνι κάποτε ήταν ο κοινός κόσμος που είχαμε με την Λόλη. Εκεί γράφαμε, παίζαμε μουσική, βλέπαμε ταινίες, χορεύαμε και τρώγαμε. Τώρα όμως είχε γίνει ο κόσμος εκείνου και της Λόλη. Όταν μπήκα μέσα είδα τον φίλο της και δυο ακόμη κορίτσια  να πίνουν μπάφο πάνω από έναν κουβά γεμάτο με νερό. Με τη βοήθεια ενός πλαστικού μπουκαλιού το είχαν μετατρέψει σε αργιλέ.  Ήταν ημίγυμνοι και το δωμάτιο μύριζε αποπνιχτικά. «Εσύ όλο κοιμάσαι και χάνεις τα καλύτερα πάρτυ» μου είπε εκείνος ενώ αγκάλιαζε το ξανθό κορίτσι δίπλα απ΄τη Λόλη. Έπιασα το βλέμμα της κι έμοιαζε ανήσυχο. Όταν γύρησα από τον κτηνίατρο, πήγα στην κουζίνα να φτιάξω καφέ για να ηρεμήσω. Εκεί με ακολούθησε η Λόλη. «Κοίτα τον, δεν ξεκολάει από πάνω της» μου έλεγε για το ξανθό κορίτσι. «Μου είπαν μεταξύ σοβαρού κι αστείου ότι κάνουν σεξ που και που μαζί. Το πιστεύεις;» «Χώρισέ τον» της είπα. «Δεν έφτασες αρκετά χαμηλά;» «Συγνώμη για το γατάκι» μου είπε κι έβαλε τα κλάμματα. Μου είπε επίσης ότι τον αγαπά σε σημείο εξάρτησης. Έκλεισα με δύναμη την πόρτα του δωμάτιού μου. Εκείνος έτρεξε πίσω μου και ρωτούσε τι συμβαίνει.  Δεν άνοιξα κι άλλαξα ρεφρέν στο τραγούδι.

«Ει, Λόλη, ποιος κλαίει απόψε;»

«Ου, Λόλη, εσύ κλαις απόψε».

«Κλάψε και τρέξε όσο πιο μακριά μπορείς».

Τα Κακά Κορίτσια Πάνε στον Παράδεισο – Νωρίτερα

Η σχέση της Λόλη είχε απασχολήσει αρκετά την παρέα μας. Όλοι όσοι την αγαπούσαν, συνεδριάζαν κατά καιρούς για το πώς θα μπορέσουμε να την ξεκολήσουμε από τον τύπο. Το παλιό της αγόρι, ο κολλητός της, όλες οι φίλες της, προσπάθησαν να της μιλήσουν. Προτιμούσε όμως να ξεκόψει την παρέα παρά ν΄ακούει  για τα ελατώματα του φίλου της. Όταν η σχέση της έκλεισε δυο χρόνια, όλοι αποφάσησαν ότι δε μπορούσαν πια να κάνουν τίποτα για εκείνη. «Τώρα να παρακαλάμε μόνο μην την αφήσει εκείνος» είπε ο κολητός της. «Τον αγαπάει τόσο που αν συμβεί κάτι τέτοιο θα καταρεύσει». Στο μεταξύ η Λόλη μετακόμησε σπίτι του. Κράτησε όμως το παλιό σπίτι, όπου ερχόνταν για καφέ και κουβέντα.

Όταν ήμουν μόνη μαζί της, η Λόλη ήταν όπως παλιά. Η δική μου Λόλη. Συναισθηματική, με καλιτεχνικές ανησυχίες και υπαρξιακά ερωτήματα. Η Λόλη που μου έμοιαζε. Με το που εμφανίζονταν όμως εκείνος, ήταν ένα άλλο άτομο. Η Λόλη ήξερε πως ουσιαστικά είχε μεταμορφωθεί, είχε γίνει πια όπως την ήθελε εκείνος. Μια γκόμενα τρελιάρα. Που ξενυχτά, πίνει ναρκωτικά και δε μασάει τίποτα. Του άρεσε να γίνονται λιώμα και να κάνουν σεξ στις τουαλέτες των κλαμπς. Κι αν εκείνου του άρεσε ένα κορίτσι, έστελνε τη Λόλη να την γνωρίσει και να του τη φέρει. «Μα είσαι ευτυχισμένη έτσι;» την ρωτούσα. «Όταν είμαστε καλά, είμαι ευτυχισμένη» μου έλεγε. «Δεν είναι κακός στην πραγματικότητα. Τουλάχιστον δεν είναι ένας βαρετός φλώρος» έλεγε. Προσπαθούσα να της αναπτύξω την θεωρία μου ότι οι γυναίκες έχουμε την ηλίθια τάση να ερωτευόμαστε τα κακά αγόρια. Εκτιμάμε τους «βαρετούς φλώρους» και τα «καλά παιδιά» που μας αγαπούν, μόνο αφού φάμε πολλές σφαλιάρες στην ζωή. Κι εφόσον βέβαια μπορέσουμε να σηκωθούμε ζωντανές μετά από αυτές.

Κάποιες περιόδους, εκείνος, ο τόσο κοινωνικός, χτυπούσε κάτι φρίκες και ζητούσε απομόνωση. Έλεγε στην Λόλη να μην τον ενοχλήσει για ένα διάστημα. Εκείνη ρωτούσε τι έκανε, «τίποτα» απαντούσε, «θέλω να μείνω λίγο μόνος». Της έλεγα ότι ο οποιοσδήποτε άνθρωπος, με τόσα ναρκωτικά και τέτοιο τρόπο ζωής, δε γίνεται να μην έχει ψυχολογικά προβλήματα. Τη συμβούλευα να απευθυνθούν κι οι δυο τους σε έναν σύμβουλο σχέσεων για θεραπείες που γίνονται στα ζευγάρια. Δεν πήγε τότε. Πήγε αργότερα. Οταν άρχησαν οι ομηρικοί καυγάδες.

Όποιος Αγαπάει Παιδεύει;

Δε θυμάμαι γιατί ακριβώς καυγάδιζαν. Μπορεί να ήταν γιατί η Λόλη, χωρίς να σκουπίσει το μέλι που είχε χυθεί, έβαλε ξανά το βάζο στο ντουλάπι του σπιτιού του. Γιατί εκείνος ξύπνησε πέντε το πρωί και πήγε σ΄ένα after club αφήνοντάς την σπίτι να κοιμάται. Ή γιατί κάποιος από τους δυο ξέχασε να κατεβάσει τα σκουπίδια. Κι όμως, αυτοί ήταν λόγοι για να σπάνε αντικείμενα στο σπίτι, να πετάγονται ρούχα από το παράθυρο, να πίνουν κι οι δυο για να ξεχάσουν και να ξενοκοιμούνται για να πληγώσουν ο ένας τον άλλον σε μια ακόμη επίδειξη δύναμης. Συνήθως, νικητής έβγαινε εκείνος κι εκείνη κατέρεε.

Στον σύμβουλο σχέσεων πήγαν μετά από ένα βράδυ που εκείνος χαστούκισε  τη Λόλη, εκείνη τον πέταξε στην θάλασσα και μετά ξέσπασε σε κλάμματα.
Όχι ότι ο ειδικός τους είπε περισσότερα πράγματα απ΄ότι κι εμείς. Οτι δηλαδή η σχέση τους ήταν αυτοκαταστροφική και αν δεν ήθελαν να χωρίσουν θα έπρεπε να αλλάξουν εντελώς τον τρόπο ζωής τους. Να βάλουν στόχους, προγράμματα,να σταματήσουν να γυρίζουν από κλαμπ σε κλαμπ σαν ρεμάλια και να σταματήσουν να πληγώνουν ο ένας τον άλλον.

Οι συμβουλές στην αρχή έπιασαν τόπο. Η Λόλη έπιασε δεύτερη δουλειά κι επέστρεψε στις προπονήσεις. Εκείνος έλεγε ότι έψαχνε δουλειά, στην πραγματικότητα όμως δε χρειάζονταν να ψάξει γιατί οι γονείς του του είχαν γράψει  την περιουσία τους κι από τα 20 του ήταν εισοδηματίας.

Κάποτε αποφάσησαν να παντρευτούν. Ολοι οι φίλοι που παραυρέθηκαν στο τραπέζι της ανακοίνωσης του γεγονότος, δεν ήξεραν αν έπρεπε να δώσουμε την ευχή  μας, αλλά τέλως πάντων είπαν «ε, τόσα πράγματα έχουν ζήσει τα παιδιά μαζί». Χώρισαν έναν χρόνο αργότερα χωρίς να παντρευτούν. Από την Λόλη έμαθα ότι χώρησαν γιατί εκείνος ήταν πια τζάνκι. Κι εκείνη είχε βαρεθεί να προσπαθεί να φτιάξει την ζωή της και να τον παρακαλεί να κάνει επιτέλους κάτι κι εκείνος για τη δική του τη ζωή.

Ο χωρισμός ήταν η μόνη ουσιαστική πράξη αγάπης που έκανε η Λόλη. Μόλις τον άφησε, εκείνος έπαθε σοκ. Δεν είχε κάτι άλλο στην ζωή του να πιαστεί. Μετά από μια απόπειρα αυτοκτονίας, μπήκε σε μια κλινική αποτοξίνωσης μήπως καταφέρουν να τον ξεμπερδέψουν οι ειδικοί. Η Λόλη, έφτιαξε τις βαλίτσες της, μας αγκάλιασε κλαίγοντας, εμένα, την γάτα Κολέτ, το πρώην αγόρι της κι όλη της την παρέα και μας είπε ότι έφευγε για ένα μεγάλο ταξίδι. Εκείνο το βράδυ βρήκα επιτέλους την ηρεμία μου κι άλλαξα πάλι το ρεφρέν του τραγουδιού που έγραφα.

«Ει, Λόλη, τι τρέχει απόψε;»

«Ου, Λόλη, εσύ τρέχεις απόψε».

«Τρέξε στην άλλη άκρη της γης».

Και η Ζωή Συνεχίζεται

Τον συνάντησα πρόσφατα σε ένα καφέ. Καλούσε έναν έναν όσους είχε πληγώσει για να τους ζητήσει συγνώμη και να τους δείξει τις προόδους που είχε κάνει. Υγειής πια, έκανε μεταπτυχιακό στο Λονδίνο. «Και με την Λόλη;» τον ρώτησα. «Συναντιέστε;» «Μπα» γέλασε, «τηλεφωνιόμαστε μόνο. Έχει έναν καινούριο φίλο, αθλητή. Φλώρο. Μου λέει μόνο «μακριά κι αγαπημένοι»».

Μακριά κι αγαπημένη ήταν και για μένα η Λόλη. Την τελευταία φορά που μου τηλεφώνησε μου είπε πόσο δίκιο είχα. Με ρώτησε πώς είναι τα πράγματα στο σπίτι. «Η Κoλέτ έγινε μαμά κι έχω έξι γατάκια επιπλέον. Τα ψαράκια στην γυάλα έχουν πληθύνει κι αυτά. Κι έχω γεμίσει πια το μπαλκόνι λουλούδια». Ποτέ δεν της είπα για εκείνο το τραγούδι που έγραφα κι άρχιζε κάπως έτσι.

«Μένω μαζί με την Λόλη/ σ΄ένα διαμέρισμα στο κέντρο/Εγώ και η φίλη μου η Λόλη/κι ένα φευγάτο αγόρι που το φωνάζουν Πέτρο/ Αλλά εκείνη τελευταία τρέχει / προσπαθώ να καταλάβω τι έχει/ Το πρώτο που κάνω όταν ξυπνώ/ την ρωτώ/ Τρέχει τίποτα, Λόλη;/

Μια μέρα του Γενάρη/ ένιωσα τόσο μόνη/ο Πέτρος είπε «με ποιον μιλάς; Δεν υπάρχει στο σπίτι καμιά Λόλη/ κι ένιωθα τόσο μόνη/ κάθε φορά που εκείνος έλεγε «λυπάμαι γλύκα, δεν υπάρχει Λόλη»/ μέτρα όσους κατοικούν σ΄αυτή την πόλη.

Ενα, δύο, τρία, είμαι μόνη/ίσως γι΄αυτό έπλασα με τη φαντασία μου την Λόλη/μια φίλη για ν΄αντέξω όσα περνούσα/ να μην παραδεχτώ πως εγώ στο  λάθος αγαπούσα / Μα εκείνος εκείνος πάντα λέει /«Λυπάμαι, γλύκα, εσύ είσαι η Λόλη»/κι όταν το ακούω τρέχω άσκοπα πάνω κάτω την πόλη/φωνάζοντας στους περαστικούς πώς είναι ένα λάθος η ζωή μου όλη.

Ει, Λόλη, τι τρέχει απόψε ;/ Ου, Λόλη, εσύ τρέχεις απόψε/ Τρέξε όσο πιο μακριά μπορείς/Μέχρι την άκρη της γης.»

 

ΥΓ. Την Λόλη, τον εαυτό μου που δεν αναγνώριζα, δεν τον ξαναείδα ποτέ. Κι έζησε εκείνη καλά κι εγώ καλύτερα. Με τη γάτα Κολέτ, τον καινούριο μου έρωτα και τα ψαράκια που ποτέ πια δεν κολυμπούν ανάποδα, γιατί αυτό δε συμβαίνει ποτέ στην καλή πλευρά της ζωής, εκεί όπου πραγματικά, δεν τρέχει μία…

(δημοσιεύτηκε στο Cosmopolitan GR)

 

Σημάδια για να φύγεις από μια σχέση

  • Ολοι οι φίλοι σου σου έχουν πει ότι αυτός ο άνθρωπος δεν κάνει για σένα.
  • Κλαις συχνά.
  • Κάνεις πράγματα που δεν ταιριάζουν στην ιδιοσυγκρασία σου.
  • Νιώθεις σαν κάποιος να σου έχει ρουφήξει την ενέργεια.
  • Δεν έχεις καμιά αυτοπεποίθηση.
  • Οι γονείς σου σου έχουν κόψει την καλημέρα.
  • Τα κατοικίδιά σου τον μισούν.
  • Συχνά αναρωτιέσαι που πας.
  • Φοβάσαι μήπως τα παιδιά σου του μοιάσουν.

 

Τι να κάνεις αν βιώνεις έναν καταστροφικό έρωτα

Φύγε απ΄την πόλη. Κλείσε για δυο μέρες ένα μονόκλινο δωμάτιο σε κάποιο νησί. Κάθησε και σκέψου όλη την περίοδο από τότε που τον γνώρισες. Βγάλε το πάθος και δες τη σχέση χωρίς τη σεξουαλική έλξη. Βαθμολόγησε κάθε μήνα πόσο ευτυχισμένη και πόσο δυστυχισμένη ήσουν. Αν η τελική βαθμολογία βγαίνει λιγότερο από 50% ευτυχισμένη, πρέπει να τον αφήσεις.

Οταν επιστρέψεις πίσω ανακοίνωσέ το σε εκείνον. Μην σηκώσεις ποτέ ξανά τηλέφωνό του. Αν μπορείς, πήγαινε ένα μεγάλο ταξίδι. Ο χωρισμός θα πονέσει σαν κανονική εγχείρηση. Σκέψου ότι είναι σα να βγάζεις μια κακή αρώστια από μέσα σου. Στην ανάρωση, ήδη γνωρίζεις ότι έχεις μια πολύ καλύτερη ζωή μπροστά σου. Σύντομα θα είσαι απίστευτα πιο χαρούμενη και κάποτε θ’ απορείς πώς ανεχόσουν τόσα πράγματα.