Αθώα παιδικότητα
Έχω ερωτηθεί από πολύ κόσμο κατά καιρούς, «πως και το γύρισα;» ή «πότε κατάλαβα την διαφορετικότητα μου;» Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, μάλλον προτιμούσα να παίζω με Playmobill και G.I.JOE, και περιττό να σας πω ότι στην εκκλησία το Πάσχα έσκαγα μύτη με λαμπάδα της ΑΕΚ και Action Men Ninja. Από συζητήσεις που έχω ακόμα και τώρα με φίλες μου, με θεωρούν υπερβολική, «..και τι σημαίνει δηλαδή; Επειδή σου άρεσαν τα ‘‘παιχνίδια δράσης’’ πάει να πει πως δεν σου αρέσουν και οι άνδρες; Και εμείς παίζαμε με Lego…». Και απάντηση μου, περιμένει καρτερικά στη γωνία, «δηλαδή, το ότι δεν ζήτησα ποτέ από τον Αϊ- Βασίλη το τροχόσπιτο, την πισίνα, όλο τον στιλιστικό εξοπλισμό της Barbie, κούκλες, poly pocket, εργοστάσιο κοσμημάτων, είναι απόλυτα φυσιολογικό για ένα μικρό κοριτσάκι;» Όχι πως περιμένω, βέβαια, τα επιχειρήματα μου να είναι αρκετά για να σας πείσουν.
Μπορώ με σιγουριά να σας πω, ότι ήμουν δεν ήμουν τεσσάρων ετών και θυμάμαι ακόμα την κολλητή της μητέρας μου την Λένα, που μου είχε αδυναμία. Με την ίδια σιγουριά θα σας πω, ότι για να την θυμάμαι καλύτερα και από το χρώμα που είχε η πιπίλα μου – μάλλον της είχα εξίσου αδυναμία. Αργότερα, μετά το νηπιαγωγείο, βρέθηκε η Αμάντα. Στα θρανία της δευτέρας Δημοτικού εγώ, ενώ εκείνη θα τελείωνε την έκτη και θα έφευγε από το Δημοτικό. Τι κρίμα. Θυμάμαι, πως για καλή μου τύχη η ξαδέρφη μου η Δέσποινα, ήταν συμμαθήτρια της Αμάντας, και έτσι εγώ κατάφερα να ανταλλάσω ένα «γεια» μαζί της στα διαλείμματα. Φυσικά αυτό ήταν αρκετό για να είμαι ευτυχισμένη τότε.
Καθώς κυλούσαν οι τάξεις του δημοτικού, νομίζω πως ερωτεύτηκα την δασκάλα της μουσικής, της ζωγραφικής, των αγγλικών, ίσως και της γυμναστικής. Μάλλον, σίγουρα και της γυμναστικής. Στο γυμνάσιο, έφαγα κόλλημα μια κολυμβήτρια δώδεκα χρόνια μεγαλύτερη μου. Η αλήθεια, φταίει κι εκείνη για όσα συναισθήματα μου γεννήθηκαν, γιατί όσα μου έδειχνε αμφιταλαντεύονταν ανάμεσα στο φιλικό και το ερωτικό, ή τουλάχιστον, τα παιδικά ματάκια μου έτσι το αντιλαμβάνονταν τότε.
Μπήκα στο Λύκειο, χωρίς να έχω εμπειρίες ίδιου φύλου. Δεν μπορώ να πω πως τις αναζήτησα κιόλας, μου ήταν αρκετό να ζω μέσα στους έρωτες του μυαλού μου, να σιγοτραγουδάω ερωτικά τραγούδια, να ονειρεύομαι ένα παραμυθένιο αύριο, και να ξυπνάω απότομα, σε άλλη ηλικία.
Στις τελευταίες πια τάξεις του Λυκείου, άρχισα τις διαδικτυακές μου περιπλανήσεις. Στην ηλικία των δεκαεπτά, η δουλειά της μητέρας μου δεν μου επέτρεπε να είμαι στην αγαπημένη μου Αθήνα κοντά σε παιδικούς φίλους και γνώριμα μέρη. Βρέθηκα δυο χρόνια στον Καναδά, να σκοτώνω την ώρα μου με ατελείωτο chating και χιονοπόλεμο. Εξερεύνησα μέσα από τον υπολογιστή μου, ότι gay αντικείμενο, στέκι, ιδέα, ότι έμψυχο ή άψυχό δεν γνώριζα μέχρι εκείνη την στιγμή , αλλά και ότι είχα υπόψη μου. Gay καφετέριες, bar, clubs, το gay pride, τα είδη των λεσβιών, πώς να ξεχωρίσεις μια λεσβία, τι είναι το strap on, διάβασα από την βιογραφία της Λιάνας Καννέλλη , μέχρι τα δίδυμα του Ricky Martin και τις «απελευθερωτικές» δηλώσεις του. Κάπου εκεί, μέσα στις «γλώσσες προγραμματισμού» και τα «chat rooms» γνώρισα και την Στεφανία. Αφού είχα γίνει αρκετά δημοφιλής, και τα «lesbian chat room» είχαν γίνει το δεύτερο καθιστικό μου, περνούσα ατελείωτες ώρες κουτσομπολεύοντας και συζητώντας ασήμαντα καθημερινά μικροπράματα.
Η Στεφανία, σέρφαρε στο ίδιο δωμάτιο με έμενα, με το ψευδώνυμο «SleepingBeauty» την ίδια ώρα που εγώ συστηνόμουν «Μαριάνθη». Μου αποκάλυψε αμέσως την ηλικίας της, τις ασχολίες της, ενώ από τις πρώτες κιόλας γραμμές τα κοινά μας ήταν μάλλον αρκετά για να μας κάνει να βυθιστούμε σε έναν καθημερινό έρωτα από το διαδίκτυο. Η Στεφανία, δεν ενοχλήθηκε από το γεγονός ότι εγώ δεν είχα κλείσει καλά –καλά τα 18 , ενώ εκείνη είχε πατημένα τα 27. Σύντομα, ανταλλάξαμε φωτογραφίες, μιλήσαμε στο τηλέφωνο, στέλναμε πάνω από 40 μηνύματα και mail καψούρας την ημέρα, χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, και ζούσαμε την δική μας παράνοια. Περίμενα να κυλήσουν οι μήνες να επιστρέψω Ελλάδα να ζήσουμε τον έρωτα μας . ( Nα έρθω στην Ελλάδα, δηλαδή, και να ανταμώσουμε κάποια στιγμή, κάπου στην Αθήνα, όταν η Στεφανία, θα έβρισκε αφορμή, να πάρει άδεια από την δουλειά της να κατέβει κλεφτά ένα διήμερο στην Αθήνα, από την Κύπρο στην οποία κατοικούσε). Η μεταξύ μας «κατάσταση»- κράτησε μέσα από την φωνή, το πληκτρολόγιο και την κάμερα πέντε ολόκληρους μήνες. Η αλήθεια είναι , πως η Στεφανία, αναζητούσε πολύ διαφορετικά πράγματα από εμένα, όμως οι δρόμοι μας διασταυρώθηκαν, εκει που υπάρχει ταμπέλα « Δράμα 684 χιλιόμετρα» ευθεία, « Olimpus Plaza, 100μ δεξιά», εμένα τα Olympus Plaza, ήταν στο δρόμο μου, άλλη άφησε το ταξίδι για να κάνει μια στάση.
Αν και μικρή σε ηλικία, ήξερα ότι αν μου «χάριζες» την οικογένεια Pitt, θα κράταγα μόνο την Anjelina, αντίθετα η Στεφανία δήλωνε «bye» -να με συγχωρείτε- «bi». Όχι, δεν έχω χόμπι να προσάπτω ταμπέλες στους ανθρώπους. Η Στεφανία, «ήταν ερωτευμένη με την γυναικεία φύση», γοητεύονταν από τα αρσενικά, αλλά ο βαθύτερος καημός της ήταν οι γυναίκες. Κάποτε, δοκίμασε, ερωτεύτηκε, τρελάθηκε, όλα, ζώντας μια παράλληλη ζωή, έχοντας σχέση με τον Δημήτρη, έκλεβε πάντα ευκαιρίες να ζήσει την δεύτερη ζωή της, παράνομα, κρυφά, να μην το μάθει η μαμά , ο αδερφός, η κολλητή, ούτε ο Θεός, για να μην την στείλει στη κόλαση.
Ο χρόνος έτρεχε δίπλα της, και η οικογένεια της ήταν εκεί να της υπενθυμίσει « Τριανταρίζεις σε λίγο, ποτέ θα μας φέρεις το γαμπρό να τον γνωρίζουμε; Να δούμε εγγόνια..» Και αν την ρώταγες τι θέλει πραγματικά, η πλύση εγκεφάλου της είχε γίνει δεύτερη φύση. «Φυσικά και θέλω να παντρευτώ, να κάνω παιδιά..». Θυμάμαι ακόμα, εκείνο τον Φεβρουάριο, όταν δεν ξέρω και εγώ πώς κατάφερα να ταξιδέψω για Κύπρο, όταν όλη αυτή η φυλακισμένη καταπίεση που κυλούσε στις φλέβες της, την έκαναν να κλαίει στην αγκαλιά μου, γιατί δεν μπορούσε να δεχτεί την πραγματικότητα. Πώς να δεχτώ ότι θέλεις να αποκαλείσαι bi, επειδή ο ρόλος του άνδρα στο υποσυνείδητο σου είναι κάλυψη, όταν το γυναικείο σώμα σου ζητάει την γυναικεία αγκαλιά; Όσο μακριά από τον εαυτό σου και να τρέχεις, η σκιά της ‘‘τζιβιτζιλούς’’ θα σε κυνηγάει.
(συνεχίζεται)