Η Mini ζει στην Disneyland και η Ισ-μίνι ανάμεσα μας…

Εξιστορώντας τις ερωτικές μου περιπέτειες δαγκώνω ένα μπισκότο με κομμάτια μαύρης βέλγικης σοκολάτας. Πίνω μια γουλιά από τον γαλλικό μου ( γεύση φουντούκι παρακαλώ ) και στρίβω ένα τσιγάρο. Δυστυχώς συγκαταλέγομαι σε εκείνους που δεν το έχουν κόψει ακόμα. Σήμερα θα σας διηγηθώ μια ιστορία, πως έδωσα την άδεια πρώτη φορά σε ένα τσιγάρο να ξαπλώσει πάνω στις σχισμές των χειλιών μου.

Γνώρισα την Ισμήνη σε μια συναυλία. Καθόταν δίπλα μου και σιγοτραγουδούσε. Κάπου εκεί οι φωνές μας κουτούλησαν πάνω στις ίδιες νότες. Γνωριστήκαμε καθώς άφραγκες μοιραστήκαμε την έκτη μας μπύρα. Η Ισμήνη ήταν ψιλή, αδύνατη, μελαχρινή- έχω όντως μια αδυναμία στις μελαχρινές- . Η Ισμήνη ήταν η μικρότερη από τα τέσσερα αδέρφια της. Ήταν επίσης η μόνη που εξακολουθούσε- μάλλον από λύπηση- να συζεί ακόμα με την μητέρα της. Η μητέρα της, κόντευε τα εξήντα, ενώ στα νιάτα της ήταν famous τραγουδίστρια στο New Jersey. Στα νιάτα τα δικά μου πάντως, η τρέλα της είχε χτυπήσει την πόρτα. Η κυρία Τζένη όπως η ίδια ήθελε να την αποκαλούν, τις νύχτες πάθαινε κρίσεις, χτυπιόταν, ούρλιαζε και πάντα γύρναγε αποκαμωμένη στο κρεβάτι της μόνο αν είχε τραγουδήσει το “Nothing compares to you”…
Η ταραγμένη τραγουδιάρα της ιστορίας μας έμοιαζε καταπληκτικά με την Meryl Streep στην ταινία “Death becomes her”. H ταινία που οι πρωταγωνίστριες παίρνουν το μαγικό φίλτρο, προκειμένου να μείνουν πάντα νέες. ‘Ώσπου μια μέρα παραπατούν στα σκαλιά και σπάνε σε χίλια κομμάτια. Στην περίπτωση της Τζένης, περιμένουμε ακόμα το επεισόδιο με τα σκαλιά. Το ίδιο κρεβάτι με εκείνη, μοιραζόταν που και που ο Νίκος.

Ο Νίκος ήταν εφοπλιστής, έτσι συστηνόταν δηλαδή. Ήταν δεν ήταν 45 χρονών, μελαχρινός με γοητευτικούς γκρίζους κροτάφους. ( Μα καλά, τι έκανε με τη Ρίτα Σακελαρίου; ) Η αλήθεια είναι πως η διαφορά ηλικίας τους αν και ήταν αξιοσημείωτη, δεν ήταν εμφανής. Η τρόπος που ντυνόταν η Τζένη, τα μαλλιά της, το βάψιμό της ( τα λίφτιν της ) την έδειχναν πολύ νεότερη, από την άλλη, το αξύριστο και άγριο σκυλάκι του Νίκου, τον έδειχνε πιο ώριμο. Κατά την γνώμη μου, ο Νίκος ήταν νονός της νύχτας. Είχε πολλά λεφτά, έκανε συνεχώς πανάκριβα δώρα, ερχόταν στο σπίτι στις δέκα το βράδυ και έφευγε μέσα στην νύχτα, τρείς η ώρα τα ξημερώματα, γιατί έπρεπε να επιβλέπει, λέει, το ξεφόρτωμα των πλοίων. Κατά την γνώμη μου, αυτός έφαγε τον Μπάμπη της Αγγελικής Ηλιάδη.

Με την Ισμήνη ήμασταν μαζί μέχρι τις αρχές του καλοκαιριού. Η Ισμήνη είχε πολύ καλές σχέσεις με τον πατριό της. Δεν μου μιλούσε καθημερινά γι αυτόν, όμως έβλεπα ότι μιλάνε στο τηλέφωνο αρκετά συχνά. Τόσο συχνά, που πολλές φορές απορούσα τι κοινό έχει μια φοιτήτρια φιλοσοφικής με έναν μαφιόζο…και από δω η Τατιάνα!

Η Τατιάνα, ήταν η κολλητή της Ισμήνης. Ήταν μαζί από το δημοτικό. Αχώριστες φίλες. Εγώ, ήξερα από την Ισμήνη ότι με την Τατιάνα κάποτε πήγαν διακοπές και μεθυσμένες κάνανε έρωτα σε μια παραλία. Από τότε, κόπηκε κάθε μεταξύ τους επαφή, γιατί η Τατιάνα, λέει, την κορόιδεψε, της πούλησε έρωτα ενώ είχε παράλληλα κάτι με κάποια Νικολέτα. Εγώ, την Τατιάνα την γνώρισα τυχαία μέσα από την Τζούντη, και εντελώς τυχαία είχαμε κοινούς γνωστούς. Η Τατιάνα, μου εκμυστηρεύτηκε, πως η Ισμήνη είχε μια αρρωστημένη σχέση με τον πατριό της. Ποτέ δεν έμαθε κάτι ξεκάθαρα, αλλά ένα μήνυμα από τον Νίκο στην Ισμήνη, που κάποτε είδε την ήταν η αφορμή, για να τσακωθούν και να χωρίσουν για πάντα. Δύο διαφορετικές ιστορίες, από δύο διαφορετικούς ανθρώπους. Γιατί να πιστέψω μια Τατιάνα που γνώριζα ελάχιστα; Γιατί να μην αρκεστώ στα λόγια της συντρόφου μου; Αρκούσε να κάνω υπομονή. Να μην πω στην Ισμήνη για την γνωριμία μου με την Τατιάνα. Να περιμένω καρτερικά, μέχρι να λύσω το μυστήριο… Απορείτε πως κρατήθηκα; Απορώ κι εγώ.

Πέρασα νύχτες αϋπνίας, απαρηγόρητα απογεύματα, με βλέμμα χαμένο στο άπειρο, στιγμές γεμάτες σιωπής, κι όταν ήμουν μαζί της προσπαθούσα να κρύψω την ανάστατη ψυχή μου, μη με μαρτυρήσει ο τρόπος που κοιτάζω, ο τρόπος που αγγίζω μήπως δεν είναι τόσο ζεστός όπως πριν. Μίλησα στην Ισμήνη. Κάθε φορά που με έβλεπε ανήσυχη, αποκρινόταν τόσο γλυκά. Με παραμύθιαζε τόσο γλυκά. Τα ψέματα της, ηχούσαν τόσο πιστικά στα αυτιά μου. Τόσο, που με έκαναν να ζητάω από το μυαλό μου να πάψει να σκέφτεται. Ήσυχη, έγειρα και αποκοιμήθηκα στο πλευρό της. Μην ρωτήσετε για την ψυχή μου. Αυτή ξάγρυπνη με σκουντούσε, μα εγώ αγνοούσα το σκίρτημα της.

Ένα πρωινό του Ιούνη, ακολούθησα την Ισμήνη. Φεύγαμε και η δυο από το σπίτι της για διαφορετικούς προορισμούς, μα εγώ δεν ακολούθησε το δρομολόγιο μου. Κρατώντας τις αποστάσεις μέσα στο πλήθος, άκουγα το «Weakness» από Moby. Ένα κομμάτι, που ταίριαζε τόσο στην περίσταση. Παγωμένη, στάθηκα, συγκρατώντας τα δάκρυα μου, με βλέμμα καρφωμένο απέναντι. Τόσα ψέματα, τόσες φορές πριν, τόσες εβδομάδες, πέντε μήνες. Έξω από τον ηλεκτρικό του Θησείου, μέσα στον δικό μου κόσμο και του Moby, μέσα στο ρεφραίν που με ανατριχιάζει, τα μάτια μου αντάμωναν την Ισμήνη με τον Νίκο να φιλιούνται. Δεν άντεξα. Δεν ήθελα να δω παραπάνω. Έφυγα.

(συνεχίζεται)