Καλύτερα να μην σε γνώριζα.

Χάθηκα τρεις μέρες από όλους. Κλείστηκα στο σπίτι. Εκείνη με έψαχνε. Κλήσεις και μηνύματα γέμιζαν το κινητό μου. Όχι μόνο εκείνη δηλαδή. Η Νάντια, η Σοφία, η Τζούντη, ο Πάρης, η Στιλβή, η Κασσάνδρα. Ακόμα και οι γονείς μου με ψάχνανε, παρόλο που ζούσαμε στο ίδιο σπίτι. Κλειδωμένη στο δωμάτιο μου, περίμενα τρεις μέρες. Δεν έτρωγα, δεν είχα ύπνο, μόνο κάπνιζα. Περίμενα τρεις μέρες, όταν θα κλείναμε 5 μήνες. Είχα επιλέξει εκείνη την μέρα να της τα πω όλα.

Της ζήτησα να βρεθούμε εκεί, στο Θησείο, εκεί ακριβώς που την έπιασα με τον Νίκο, εκεί να την κοιτάζω στα μάτια , να καπνίζω μέσα στα μούτρα της και να της λέω όσα είδαν τα μάτια μου. Και το έκανα. Μέσα από τα μαύρα γυαλιά μου άφηνα τα δάκρυα μου να κυλήσουν και της τα είπα όλα. Εκείνη σιωπηλή, δεν μιλούσε, δεν έφερνε αντίρρηση, απλά έκλεγε κι εκείνη. Της είπα εξ αρχής, «Θα σου πω γιατί είμαι εδώ. Θα σου πω όσα ήθελα τόσο καιρό. Όσα μαρτυρούσε η σιωπή μου, αλλά δεν είχαν δει τα μάτια μου. Σήμερα μιλάω μόνο εγώ. Εγώ μιλάω και μετά φεύγω, και να μην σε ξαναδώ μπροστά μου».

Έφυγα και πάλι. Άφησα πίσω μου την Νάντια, να μαζεύει τα κομμάτια.

“Γιατί το έκανες αυτό;” ρωτούσε και ξανά ρωτούσε συνεχώς η Νάντια την Ισμήνη και εκείνη αποκρινόταν μέσα στα δάκρυα της, «Δεν ξέρω …πως τα έκανα έτσι.. θέλω να επανορθώσω, θα τρελαθώ ..την θέλω πίσω..»

Πέρασαν δέκα μέρες για να συνέλθω. Πέρασαν τρία χρόνια για να συνέλθει η Ισμήνη. Δεν της ξαναμίλησα ποτέ. Δεν απάντησα ποτέ στα μηνύματά της. Σε κανένα μήνυμα που μου εξηγούσε, μου ζητούσε μια δεύτερη ευκαιρί.α.

Μου ευχόταν χρόνια πολλά κάθε χρόνο στα γενέθλια μου, κάθε χρόνο στη γιορτή μου. Καλή χρονιά την πρώτη του έτος, καλό Πάσχα τα βράδυ της Ανάστασης. Μα εγώ δεν ήθελα να απαντήσω. «Συνήλθα σε δέκα μέρες», θα πει, συνέχισα να ζω την ζωή. Γιατί η ζωή είναι όμορφη, και υπάρχουν χιλιάδες όμορφα πράγματα να κάνει κανείς. Γιατί δεν αξίζει να στεναχωριέσαι για κάτι που σε έριξε τόσο χαμηλά. Γιατί εκεί έξω υπάρχουν άνθρωποι και καταστάσεις που θα σε πετάξουν πάνω από τα σύννεφα. Το πρόσωπο και οι πράξεις μου, δεν ,μαρτυρούσαν τι είχα περάσει λίγες μέρες νωρίτερα. Η στεναχώρια συγχωνεύτηκε μέσα μου.

Μέσα στο ίδιο καλοκαίρι, άρχισα να κάνω παρέα με τον Δήμο. Θυμάστε τον Δήμο; Είναι το παιδί που κάποτε επιδίωξα να κάνω την «απόπειρα» μαζί του, αλλά η συνείδηση μου δεν μου το επέτρεψε. Με τον Δήμο, τα είχα στο γυμνάσιο, ίσως και στο λύκειο κάποια στιγμή. Στην πορεία των χρόνων χαθήκαμε. Χαθήκαμε, ώσπου μια μέρα συναντηθήκαμε σε έναν δρόμο πάνω από το σπίτι μου . Ο Δήμος ήταν ξανθός γαλανομάτης, με καλογυμνασμένο σώμα αλλά χαμηλή αυτοεκτίμηση. Αν ήξερε να περιποιηθεί τον εαυτό του, θα είχε μεγαλύτερη πέραση από τον Δημήτρη Βλάχο. Ο Δήμος, ήταν υπερβολικά ντροπαλός. Ντρεπόταν μέχρι και φαγητό να μασήσει μπροστά σε γυναικείο πληθυσμό. Σεμνός, πολύ ευγενικός, δεν σε έφερνε ποτέ σε δύσκολη θέση. Αρχίσαμε να κάνουμε παρέα. Εγώ έψαχνα εναλλακτικούς τρόπους να ξεχαστώ, και ο Δήμος, ζούσε το ομορφότερο μέχρι εκείνη την στιγμή καλοκαίρι της ζωής του. Ο Δήμος, δεν είχε ωράριο. Όπως ωράρια δεν είχα και εγώ. Ξυπνούσε στις 10 το βράδυ, και στις 2 πηγαίναμε σινεμά. Αράζαμε στα παγκάκια της πλατείας μέχρι ο ήλιος να ανατείλει, συζητώντας ασήμαντα πράγματα, τόσο ενδιαφέροντα όμως για τον Δήμο. Ήμασταν δυο καλοί φίλοι. Φυσικά, δεν ήξερε για τον σεξουαλικό μου προσανατολισμό, όμως ο τρόπος του ,όπως και ο δικός μου, δεν έδειχνα να κρύβουν κανένα είδους υπονοούμενο.

Αποφάσισα να ξεκαθαρίσω τα πράγματα ανάμεσα μας μετά από ένα σκηνικό που εκτυλίχθητε σπίτι μου όταν κάλεσα για ακόμα μια φορά τον Δήμο για ταινία. Εκείνος, με ρώτησε, γιατί δεν έρχομαι πιο κοντά, να απολαύσουμε το έργο αγκαλιά..«Όχι Δήμο μου, καλά βλέπω και από δω», αποκρίθηκα εγώ.

Την επόμενη το βράδυ κανόνιζα με τα κορίτσια να ξαμολήσουμε τα κορμιά μας σε εκείνα τα σκοτεινά σοκάκια στο γκάζι. Μιλούσα με τον Δήμο από το msn, και του έλεγα δειλά, πως η Τζούντη είναι ζευγάρι με την Τατιάννα, εκείνος το αντιμετώπισε αδιάφορα και ευγενικά. Μέσα στη ροή του λόγου μου, μέσα στο άγχος μου να μην παρεξηγηθώ, διάλεξα τον δρόμο της ειλικρίνειας, της αλήθειας. Αν ο Δήμος άρχιζε να με ερωτεύεται, το σωστό ήταν να τον διακόψω, τώρα που θα ήταν νωρίς. Του μίλησα για μένα, μέσα από βιαστικές, άψυχες , ηλεκτρονικές γραμμές, προσπάθησα να του εξηγήσω ότι πιο έμψυχο και ζωντανό έκρυβα μέσα μου.

 

(συνεχίζεται)