H Ντέινα και τα αγόρια της
Στην ζωή την Ντείνα υπήρχαν δύο καρμικοί άνδρες. Ο Ρικάντο και ο Αχιλλέας. Όταν άρχισα να συναναστρέφομαι με την Ντέινα, ο Αχιλλέας είχε παραιτηθεί από την ζωή της,και όπως η ιστορία δείχνει μέχρι σήμερα, μάλλον η παραίτηση ήταν οριστική. Όταν η Ντέινα άρχισε να συγκαταλέγεται στης φίλες μου, και εγώ στις δικές της, ο Ρικάντο ήταν ο μόνος διάδοχος των συναισθημάτων της. Μπορεί και τους δύο να τους έχω δει ελάχιστες φορές στην ζωή μου, oστόσο ένα παρελθόν γεμάτο από ανατρεπτικές και ανατριχιαστικές λεπτομέρειας με το όνομα και των δύο να φιγουράρει σχεδόν παντού, με έκαναν να αισθάνομαι ότι τους ξέρω, λες και είχα υπηρετήσει μαζί τους φαντάρος.
Ο Αχιλλέας για την Ντέινα, ήταν το μεγαλύτερο λάθος την ζωή της. Δεν το λέω εγώ αυτό. Η ίδια το υποστηρίζει. Άσχετα αν τον ερωτεύτηκε πολύ, αν τον άφησε να περιπλανιέται στην ζωή της έξι ολόκληρα χρόνια. Ο Αχιλλέας ήταν επίσης μουσικός. Έπαιζε σαξόφωνο σε μαγευτικά μαγαζάκια που αποπνέουν ήχο από Jazz.Υπήρχαν φορές που η σχέση τους έμοιαζε ιδανική, που η αληθινή αγάπη έκανε την παρουσία της. Πήγαιναν μαζί για ιππασία, ταξίδια στην Βαρκελώνη πάνω σε μια μηχανή, για σκι στις Άλπεις.
Η Ντέινα, λάτρευε τα άλογα. Δούλευε εθελοντικά σε ιππικούς ομίλους, και ο Αχιλλέας ήταν δίπλα της. Τις νύχτες έπαιζε με το σαξόφωνό του κάτω aπό τον έναστρο ουρανό και η Ντέινα άφηνε έτσι να περνάνε τα χρόνια. Η σχέση τους έμοιαζε με ταινία. Υπήρχε όμως και η άλλη πλευρά. Του τσακωμού, του εγωισμού,της ζήλιας. Χώριζαν πολύ συχνά, πολύ απότομα, χάνονταν, και ύστερα, τυχαία, μεθυσμένα,συναντιόντουσαν σε κάποιο μπαρ, στη γωνία κάποιου δρόμου, έσμιγαν,κάνανε έρωτα σαν την πρώτη φορά, και ορκίζονταν πως ποτέ δεν θα χωρίσουν ξανά…
Ήταν Αύγουστος του 2001.Η Ντέινα, έκανε της καλοκαιρινές της διακοπές στα Κουφονήσια. Ήταν μια παρέα 14 μουσικών, που βρέθηκαν εκεί, συνδυάζοντας δουλειά και διακοπές. Το καλοκαίρι αυτό,που θα μείνει αργότερα στην ιστορία, ως το καλοκαίρι που θα γίνει αρχή της σχέσης την με τον Αχιλλέα, και εκείνος με καμάρι κάθε Αύγουστο θα γιορτάζει την επέτειο της γνωριμίας τους, την ίδια περίοδο, στο ίδιο νησί, τρεις παραλίες δυτικότερα, η Ντέινα ερωτευόταν τον Ρικάρντο, έναν Έλληνα ισπανικής καταγωγής. Ο Ρικάρντο, ήρθε πρώτος στην ζωή της Ντέινας. Γνωρίστηκαν σε ένα beach party. Αποκοιμήθηκαν αγκαλιά περικυκλωμένοι από μπύρες, ενώ ακολούθησαν νύχτες γεμάτες πάθος,με τον Ρικάρντο αποφασισμένο να παρατείνει τις διακοπές του στο νησί…
Την έκτη μέρα της παραμονής της στο νησί, η Ντέινα γνώρισε τον Αχιλλέα. Μουσικός και εκείνος. Από εκείνους τους αποτυχημένους εραστές, που κρύβουν δυο πετυχημένες ατάκες σαν άσσο στο μανίκι, προκειμένου να σε ξαπλώσουν στο κρεβάτι τους.Κάθε φορά που τον έβλεπεη Ντέινα, αισθανόταν πως θα κάνει εμετό, ή στην καλύτερη έβγαζε εξανθήματα.Ο Αχιλλέας από την άλλη,έδειχνε να γοητεύετε από την φίλη μου, κάνοντας της καμάκι με κάθε ευκαιρία. “Μα δεν μου άρεσε καθόλου, τον έβρισκα χάλια. Είχε μια γοητεία, αλλά φαινόταν γλοιώδης και πέφτουλας. Δεν συγκρίνεται καν με τον Ρικάρντο”. Αυτά είναι τα λόγια της Ντέινας κάθε φορά που μου εξιστορεί εκείνες τις στιγμές.
Το παράδοξο ήταν πως πίσω στην Αθήνα, ο Αχιλλέας συνέχιζε το στενό μαρκάρισμα, ενώ η Ντέινα, αν και έδειχνε αηδιασμένη, ενέδιδε στις προτάσεις του. Στην πραγματικότητα, η Ντέινα, ήταν γοητευμένη από τον Αχιλλέα κι ας μην ήθελε να το παραδεχθεί. Δεν ήταν ότι δεν της αρέσει, το πρόβλημά της, ήταν πως δεν ήθελε να της αρέσει. Ο Αχιλλέας μπορεί να είχε χίλια αρνητικά, είχε όμως κάτι που τον έκανε ξεχωριστό στα μάτια της.Είχε τύπο και προσωπικότητα. Το βασικότερο, ήταν μουσικός, όπως και εκείνη, είχε μουσική παιδεία, λάτρευε την Jazz, και είχε τρομερή αυτοπεποίθηση πάνω στην σκηνή, στοιχεία που ήταν αρκετά για να την μαγνητίσουν.
Ένα βράδυ, η Ντέινα ήταν καλεσμένη για δείπνο στο σπίτι του Αχιλλέα. Εκείνος της εκμυστηρεύτηκε πως είναι ερωτευμένος μαζί της, έσκυψε, και την φίλησε. Η Ντέινα ανταποκρίθηκε. Το ίδιο βράδυ, εξαφανίστηκε από την ζωή του. Άλλαξε σπίτι και αριθμό. Έζησε με τον Ρικάντο έξι μαγικούς μήνες, σε ένα ρετιρέ στο Παγκράτι. Μετά, τα πράγματα πήραν διαφορετική τροπή. Η μικρή διαφορά ηλικίας, κουλτούρας, γλώσσας, κατέλεξαν δεσμευτικά, κουραστικά, τόσο για την Ντέινα όσο και για το Ρικάρντο.
Τότε, ήρθε ο χωρισμός. Όχι ο ολοκληρωτικός χωρισμός. Ο Ρικάρντο, συνέχισε να μένει στην Αθήνα και οι δύο τους συνέχισαν να βρίσκονται συχνά-πυκνά, να κοιμούνταί μαζί, να κάνουν έρωτα, να λένε <<σ’αγαπώ>>, και να συνεχίζουν τις ζωές τους.
Τότε, η μοίρα της Ντέινας, της είχε γραμμένο, να συναντηθεί και πάλι με τον Αχιλλέα. Τυχαία, ένα βράδυ, σε ένα στέκι,από κείνα που και οι δυο τους συχνάζανε. Χάρηκαν και οι δυο πολύ. Ο Αχιλλέας δεν ρώτησε ποτέ την Ντέινα που χάθηκε, και εκείνη δεν ένοιωσε ποτέ την ανάγκη να του εξήγησει. Όταν η Ντέινα, άρχισε να τον ερωτεύεται, να αφήνεται, να εμπιστεύεται τα συναισθήματα της, να συμβιβάζεται με την ιδέα, πως άφησε να μπεί στην ζωή της εκείνος ο αποτυχημένος, γλοιώδης μουσικός που γνώρισε πέρυσι το καλοκαίρι, ο Αχιλλέας της εξομολογήθηκε κάτι που η Ντέινα δεν φανταζόταν να ακούσει. <<Σε έψαχνα έξι μήνες, παντού, ρώτησα όσους γνωστούς είχα, τα παιδιά που ήταν μαζί μας στα Κουφωνήσια. Μα κανείς δεν μου έλεγε τίποτα. Πλησίασα την φίλη σου την Ευτυχία, ήταν η μόνη που ήξερα πως ξέρει να μου πει για σένα. Όμως η γνωριμία μας προχώρησε. Ξέρεις, την έχω πηδήξει, μια φορά, δυο, έξι μήνες.. ήταν ο μόνος τρόπος για να νιώθω ότι είμαι κοντά σου..>>
Η Ντέινα, εκδικήθηκε τον Αχιλλέα, και πάλι με τον Ρικάρντο. Έξι ολόκληρα χρόνια, η Ντέινα, παρέμεινε με τον Αχιλλέα, ποτέ όμως δεν έβγαλε τον Ρικάρντο από την ζωή της. Σε κανέναν δεν δόθηκε ολοκληρωτικά. Κανέναν δεν εγκατέλειψε ποτέ. Κρατούσε δύο άνδρες στη ζωή της. Τον έναν, τον φινετσάτο, το ρομαντικό, τον αυθόρμητο, και τον άλλον τον αλήτη, τον παθιασμένο, τον μουσικό…
(συνεχίζεται)